ἀεροβατεῖ

ἀεροβατεῖ
ἀεροβατέω
depths of air
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀεροβατέω
depths of air
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεροβατικός — ή, ό (Α ἀεροβατικός, ή, όν) [ἀεροβάτης] (νεολλ.) 1. αυτός που αναφέρεται στον αεροβάτη 2. (για πρόσωπα) αυτός που συνηθίζει να αεροβατεί, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος αρχ. (για πτηνά) που διασχίζει τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • απροσγείωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει προσγειωθεί 2. (για πρόσωπα) αυτός που αεροβατεί, ονειροπόλος …   Dictionary of Greek

  • μετεωροβάμων — μετεωροβάμων, ον (Μ) αυτός που αεροβατεί, ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων, ουρανο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • αεροβατώ — αεροβατούσα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), πλανιέμαι στον αέρα, στα σύννεφα, ονειροπολώ: Αυτός δεν πατά στο χώμα, αεροβατεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”